- ξυλοφορτώνω
- δέρνω κάποιον αλύπητα, ξυλοκοπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοφορτώνω — ξυλοφορτώνω, ξυλοφόρτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξυλοφορτώνω — ξυλοφόρτωσα, ξυλοφορτώθηκα, ξυλοφορτωμένος, δέρνω κάποιον, ξυλοκοπώ: Πήγε να ζητήσει εξηγήσεις και τον ξυλοφόρτωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… … Dictionary of Greek
ξυλοκοπώ — άω (Α ξυλοκοπῶ, έω) [ξυλοκόπος] 1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῑται», Πολ.) 2. δέρνω κάποιον ανηλεώς αρχ. κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος … Dictionary of Greek
σκυταλώ — όω, Α [σκυτάλη] δέρνω με σκυτάλη, με ρόπαλο, ξυλοφορτώνω … Dictionary of Greek
τσουκανίζω — και τσιουκανίζω Ν [τσουκάνι / τσιουκάνι] 1. χτυπώ με τσουκάνι, με σφυρί 2. κρούω 3. τρίβω 4. (σχετικά με ζώα) ευνουχίζω 5. κουδουνίζω 6. αλωνίζω 7. δέρνω, ξυλοφορτώνω … Dictionary of Greek
τουμπανιάζω — 1. αμτβ., γίνομαι τούμπανο, πρήζομαι, φουσκώνω: Η κοιλιά του τουμπάνιασε απ το πολύ φαγητό. 2. μτβ., κάνω κάτι να γίνει τούμπανο, πρήζω, το φουσκώνω: Τουμπάνιασα το ασκί με κρασί. 3. δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον τουμπάνιασε στο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)